Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
abbreviation /əˌbriː.viˈeɪ.ʃən/ = NOUN: συντομογραφία, σύντμηση, συντόμευση, συντομία, επίτμηση; USER: συντομογραφία, σύντμηση, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση

GT GD C H L M O
accuracy /ˈæk.jʊ.rə.si/ = NOUN: ακρίβεια; USER: ακρίβεια, ακρίβειας, την ακρίβεια, ορθότητα, ακριβείας

GT GD C H L M O
accurate /ˈæk.jʊ.rət/ = ADJECTIVE: ακριβής; USER: ακριβής, ακριβή, ακριβείς, ακρίβεια, ακριβές

GT GD C H L M O
acoustic /əˈkuː.stɪk/ = ADJECTIVE: ακουστικός; USER: ακουστικός, ακουστική, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικά

GT GD C H L M O
acronym /ˈæk.rə.nɪm/ = NOUN: ακρώνυμο; USER: ακρώνυμο, ακρωνύμιο, αρκτικόλεξο, acronym, συντομογραφία

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
address /əˈdres/ = NOUN: διεύθυνση, προσφώνηση; VERB: απευθύνομαι, απευθύνω, διευθύνω, προσφωνώ; USER: διεύθυνση, τη διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθύνσεων, τόπο

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
announces /əˈnaʊns/ = VERB: αναγγέλλω, αγγέλω; USER: ανακοινώνει, ανακοινώνει ότι, αναγγέλλει, ανακοινώνει την, γνωστοποιεί

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
associates /əˈsəʊ.si.eɪt/ = NOUN: σύντροφος; USER: συνεργάτες, συγγενείς, συγγενών, συνεργατών, συνδεδεμένες

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
average /ˈæv.ər.ɪdʒ/ = NOUN: μέσος, μέσος όρος; VERB: υπολογίζομαι κατά μέσον όρον, υπολογίζω; USER: μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο, μέσο

GT GD C H L M O
benchmarking /ˈbentʃ.mɑːk/ = NOUN: βαθμολόγηση επιδόσεων; USER: συγκριτικής αξιολόγησης, συγκριτική αξιολόγηση, benchmarking, συγκριτικής, συγκριτική

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
categories /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία

GT GD C H L M O
charts /tʃɑːt/ = NOUN: διάγραμμα, πίνακας, λογιστικό σχέδιο, ναυτικός χάρτης, χάρτης υδρογραφικός, χαρτογραφία; VERB: χαρτογραφώ; USER: διαγράμματα, γραφήματα, charts, χάρτες, τα γραφήματα

GT GD C H L M O
combination /ˌkɒm.bɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: μάχη, πάλη, αγών; VERB: μάχομαι, πολεμώ; USER: συνδυασμός, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός

GT GD C H L M O
commercially /kəˈmɜː.ʃəl/ = ADVERB: εμπορικώς; USER: εμπορικώς, εμπορικά, εμπόριο, στο εμπόριο, εμπορική

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
corpus /ˈkɔː.pəs/ = NOUN: σώμα, συλλογή, κώδικας; USER: σώμα, Κόρπους, Corpus, σώματος, σωμάτιο

GT GD C H L M O
correct /kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής; VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ; USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει

GT GD C H L M O
creation /kriˈeɪ.ʃən/ = NOUN: δημιουργία, κτίση, πλάση; USER: δημιουργία, δημιουργίας, τη δημιουργία, σύσταση, δημιουργία θέσεων

GT GD C H L M O
database /ˈdeɪ.tə.beɪs/ = NOUN: βάση δεδομένων; USER: βάση δεδομένων, βάσης δεδομένων, δεδομένων, βάση, βάσεων δεδομένων

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
eighteen /ˌeɪˈtiːn/ = USER: eighteen-, eighteen; USER: δεκαοκτώ, δεκαοχτώ, δεκαοκτώ ετών, δέκα οκτώ, δέκα οκτώ βουλευτές

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
engines /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τις μηχανές

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhances /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενισχύει, βελτιώνει, ενισχύει την, αυξάνει, βελτιώνει την

GT GD C H L M O
ensure /ɪnˈʃɔːr/ = VERB: εξασφαλίζω, εγγυώμαι; USER: εξασφαλίζουν, εξασφαλιστεί, εξασφάλιση, εξασφαλίζει, εξασφαλίσει

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
foreign /ˈfɒr.ən/ = ADJECTIVE: αλλοδαπός, ξένος, μέτοικος; USER: ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, εξωτερικού, εξωτερικού

GT GD C H L M O
freshly /ˈfreʃ.li/ = USER: πρόσφατα, φρέσκα, φρεσκοτριμμένο, φρέσκο, προσφάτως

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
handling /ˈhænd.lɪŋ/ = ADJECTIVE: χειριζόμενος; USER: χειρισμό, χειρισμού, το χειρισμό, χειρισμός, χειρισμό των

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
highest /hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος; USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
homograph = NOUN: ομοιογράφο; USER: ομοιογράφο, ομόγραφο,

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
hundred /ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred; USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
included /ɪnˈkluːd/ = ADJECTIVE: συμπεριλαμβανομένος; USER: περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνονται, περιλαμβάνεται, συμπεριληφθούν, που περιλαμβάνονται

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
leverage /ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού; USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός

GT GD C H L M O
lexical /ˈlek.sɪ.kəl/ = ADJECTIVE: λεξιλογικός; USER: λεξιλογικές, λεξιλογικό, λεξιλογική, λεκτική, λεξιλογικά

GT GD C H L M O
lifelike /ˈlaɪf.laɪk/ = ADJECTIVE: όμοιος με ζωντανό; USER: όμοιος με ζωντανό, ζωντανές, ζωντανά, ζωντανή, ζωντανό

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
lookup /lʊk/ = USER: αναζήτηση, αναζήτησης, συμβούλευσης, lookup, συμβούλευση

GT GD C H L M O
manuscript /ˈmæn.jʊ.skrɪpt/ = NOUN: χειρόγραφο; ADJECTIVE: χειρόγραφος; USER: χειρόγραφο, χειρογράφου, χειρόγραφη, χειρόγραφα, χειρογράφων

GT GD C H L M O
market /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά

GT GD C H L M O
markets /ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά; VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά; USER: αγορές, αγορών, τις αγορές, των αγορών

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
modelling /ˈmɒd.əl.ɪŋ/ = NOUN: πρίπλασμα; USER: μοντελοποίηση, μοντελοποίησης, μοντέλων, modeling, μοντέλα

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
normalization /ˈnɔː.məl/ = NOUN: ομαλοποίηση; USER: ομαλοποίηση, εξομάλυνση, κανονικοποίηση, εξομάλυνσης, κανονικοποίησης

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
observer /əbˈzɜːvər/ = NOUN: παρατηρητής; USER: παρατηρητής, παρατηρητή, παρατηρητών, του παρατηρητή

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offering /ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία; USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
origin /ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο; USER: καταγωγή, προέλευση, προέλευσης, καταγωγής, προελεύσεως

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outstanding /ˌaʊtˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: εκκρεμής, εξαιρετικός, σημαντικός, διαπρεπής, ξεχωριστός; USER: εκκρεμή, εκκρεμών, εκκρεμείς, εξαιρετική, εκκρεμούν

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
overall /ˌəʊ.vəˈrɔːl/ = ADJECTIVE: ολικός; ADVERB: ολοσχερώς, πέρα πέρα; USER: συνολική, συνολικά, συνολικό, συνολικής, γενική

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
phoneme /ˈfəʊ.niːm/ = NOUN: φωνήμα; USER: φωνήμα, φωνηματικές, φωνημικών, φωνηματικών, φωνήματος

GT GD C H L M O
phrases /freɪz/ = NOUN: φράση; VERB: εκφράζω; USER: φράσεις, φράσεων, φράσεις που, τις φράσεις

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
premium /ˈpriː.mi.əm/ = NOUN: ασφάλιστρο, βραβείο, υπερτίμηση, που είναι υπέρ το άρτιον; USER: ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότηση, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως

GT GD C H L M O
presented /prɪˈzent/ = VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζονται, παρουσίασε, που παρουσιάζονται, παρουσιάζεται, παρουσιάστηκε

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
prosody /ˈprɒs.ə.di/ = NOUN: προσωδία; USER: προσωδία, προσωδίας, την προσωδία, επιτονισμού, προσωδιακός

GT GD C H L M O
proudly /ˈpraʊd.li/ = ADVERB: με καμάρι; USER: με καμάρι, περήφανα, υπερηφάνεια, με υπερηφάνεια, υπερήφανα

GT GD C H L M O
proved /pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω; USER: αποδείχθηκε, αποδείχτηκε, αποδειχθεί, αποδεικνύεται, απέδειξε

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
ranged /reɪndʒ/ = VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: κυμαινόταν, κυμάνθηκε, κυμαίνονταν, κυμάνθηκαν, κυμαίνεται

GT GD C H L M O
rate /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό

GT GD C H L M O
recognised /ˈrek.əɡ.naɪz/ = ADJECTIVE: αναγνωρισμένος; USER: αναγνωρισμένος, αναγνωρίζονται, αναγνωρίζεται, αναγνωριστεί, αναγνώρισε

GT GD C H L M O
recording /rɪˈkɔː.dɪŋ/ = NOUN: εγγραφή, αναγραφή, φωνοληψία; USER: εγγραφή, εγγραφής, καταγραφή, καταγραφής, ελέγχου, ελέγχου

GT GD C H L M O
released /rɪˈliːs/ = VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: κυκλοφόρησε, απελευθερώνεται, κυκλοφορήσει, κυκλοφόρησαν, απελευθερώνονται

GT GD C H L M O
releases /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; USER: κυκλοφορίες, δελτία, απελευθερώσεις, απελευθερώνει, Releases

GT GD C H L M O
report /rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος; VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω; USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά

GT GD C H L M O
representing /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: εκπροσωπούν, που αντιπροσωπεύουν, που εκπροσωπούν, αντιπροσωπεύουν, αντιπροσωπεύει

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
score /skɔːr/ = NOUN: σκορ, αποτέλεσμα, εντομή, εικοσάς, λογαριασμός; VERB: σκοράρω, χαρακώνω, χαράσσω, σημειώ, επικρίνω; USER: σκορ, αποτέλεσμα, όρος αποτελεσμάτων, όρος βαθμολογίας, όρος βαθμολογίας με

GT GD C H L M O
scored /skɔːr/ = VERB: σκοράρω, χαρακώνω, χαράσσω, σημειώ, επικρίνω; USER: σημείωσε, γκολ, σκόραρε, σημειωθούν, άνοιξε

GT GD C H L M O
scores /skɔːr/ = NOUN: σκορ, αποτέλεσμα, εντομή, εικοσάς, λογαριασμός; VERB: σκοράρω, χαρακώνω, χαράσσω, σημειώ, επικρίνω; USER: αποτελέσματα, βαθμολογίες, σκορ, τα αποτελέσματα, σκοράρει

GT GD C H L M O
segmented /seɡˈment/ = VERB: διατέμνω; USER: κατά διαστήματα, διαστήματα, κατάτμηση, κατακερματισμένες, κατακερματισμένη

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
states /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες

GT GD C H L M O
stole /stəʊl/ = NOUN: πετραχήλι, εσάρπα, επιτραχήλιο, περιώμιο; USER: εσάρπα, έκλεψε, έκλεψαν, έκλεψε το, έκλεψες

GT GD C H L M O
tabulated /ˈtæb.jʊ.leɪt/ = VERB: πινακοποιώ, συνοψίζω, κατατάσσω εις πίνακα; USER: πίνακα, συνοψίζονται, σε μορφή πινάκων, σε πίνακα, μορφή πινάκων

GT GD C H L M O
talent /ˈtæl.ənt/ = NOUN: ταλέντο, ιδιοφυία, ταλάντο; USER: ταλέντο, ταλέντων, το ταλέντο, ταλέντου, ταλέντα

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
test /test/ = NOUN: δοκιμή, εξέταση, κριτήριο, εξετάσεις, όστρακο, μέσο δοκιμής; VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμή, εξέταση, δοκιμής, δοκιμών, δοκιμασία, δοκιμασία

GT GD C H L M O
tested /ˈtaɪmˌtes.tɪd/ = VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμαστεί, δοκιμή, δοκιμάζονται, δοκιμάστηκαν, ελεγχθεί

GT GD C H L M O
testing /ˈtes.tɪŋ/ = VERB: δοκιμάζω; USER: δοκιμές, δοκιμή, δοκιμών, δοκιμής, έλεγχο

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
topped /tɒp/ = VERB: σκεπάζω, υπερβάλω; USER: ολοκληρώνεται, κορυφή, ξεπέρασε, ξεπέρασαν, που ολοκληρώνεται

GT GD C H L M O
tts

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
unique /jʊˈniːk/ = ADJECTIVE: μοναδικός, ανεπανάληπτος; USER: μοναδικός, μοναδική, μοναδικό, μοναδικά, μοναδικές

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
units /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
uses /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήσεις, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί το, χρησιμοποιείται, Αριθμός

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
vendors /ˈven.dər/ = USER: πωλητές, προμηθευτές, οι πωλητές, τους προμηθευτές, τους πωλητές

GT GD C H L M O
voice /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνή, φωνής, φωνητικής, φωνητική, τη φωνή, τη φωνή

GT GD C H L M O
voices /vɔɪs/ = NOUN: φωνή, λαλιά; VERB: εκφράζω; USER: φωνές, τις φωνές, φωνών, οι φωνές, φωνή

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

149 words